- φηληκόθρεπτος
- -ον, Α(κατά τον Ησύχ.) αυτός που γονιμοποιήθηκε με ερινασμό, ἐριναστός*.[ΕΤΥΜΟΛ. < φήληξ, -ηκος «άγριο σύκο» + -θρεπτος (< θρεπτός < τρέφω), πρβλ. ἐλαιό-θρεπτος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φηληκόθρεπτον — φηληκόθρεπτος masc/fem acc sg φηληκόθρεπτος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)